πανηγυριώτης

πανηγυριώτης
ο , πανηγυριώτισσα η
1) см. πανηγυριστής; 2) посетитель ярмарки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πανηγυριώτης" в других словарях:

  • πανηγυριώτης — ο, θηλ. ώτισσα αυτός που μετέχει σε πανηγύρι ή σε συναφή εορτασμό, πανηγυριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανηγύρι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ραμπαγάς] …   Dictionary of Greek

  • πανηγυριώτης — ο θηλ. ισσα βλ. πανηγυριστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • πανηγυριστής — ο, θηλ. ίστρια, ΝΜΑ [πανηγυρίζω] άτομο που μετέχει σε πανήγυρη, που παίρνει μέρος σε ομαδικό και ενθουσιώδη εορτασμό εθνικού ή θρησκευτικού γεγονότος, πανηγυριώτης …   Dictionary of Greek

  • πανηγυριώτικος — η, ο [πανηγυριώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πανηγυριώτη ή σε θρησκευτικό πανηγυρισμό 2. αυτός που έχει χαρακτήρα πανηγυριού, χαρμόσυνος, γιορτινός. επίρρ... πανηγυριώτικα με πανηγυριώτικο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • εορταστής — ο θηλ. άστρια ο πανηγυριστής, ο πανηγυριώτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανηγυριστής — ο θηλ. πανηγυρίστρια αυτός που παίρνει μέρος στον εορτασμό, που πανηγυρίζει, ο πανηγυριώτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»